ΤΡΙΑ ΣΟΝΕΤΑ
Ι - ΕΛΕΥΣΙΣ
Θα 'ρθώ κι εγώ οταν χάνεσαι το δείλι
στα μέρη όπου μαδάς μια μαργαρίτα,
κι αν όλα προμηνούν βεβαίαν ήττα
ανθοβολείς μόλις ανατείλει.
(Την προσευχή ακούω που λέει τ' αστέρι
αιώνια τρέποντάς σε Αποσπερίτη
τα λάθη πώς η νύχτα σα μαγνήτη
έλκει, έφηβοι γυμνοί στα θέρη!)
Σού είπε ναί ποτε σού είπε όχι -
εσύ, ένας Άγγελος πάντα τής Πτώσης
το αίμα σου για νέο πρωτοβρόχι
στη Γης κάθε χινόπωρο θα δώσεις,
τού Ονείρου μας στ' Αυγερινού τον δίσκο
το μούδιασμα, να μεταγγίζεις θνήσκων.
ΙI - ΣΤΑΣΙΣ
Πώς έχασα μια μάχη τώρα κλαίω
που είναι ογρή σα στάλα η θύμησή σουκονίστρα θάλασσας μάχης ανίσου
ποτάμι ξέχειλο - πικρό, μοιραίο.
Κ' ήρθε η βροχή (Χορός πάλαι εθίμου)
τον ίμερο, τον πόθο ν' αποπλύνει
ώσπου το φως απ' την χρυσή Σελήνη
σα μοίρα, πλάνης να κουβαλώ μαζί μου.
Τις ξέρες θα διαβώ όλους τους φάρους
θ' ανάψω για εσχάτη φρυκτωρία,
με το σπαθί τού μαρμαρένιου θάρρους
ατρύγητη κρατώντας την πορεία,
τού θάνατου τον λέβητα να σβήσει
-τί Σκύλλα και τί Χάρυβδη!- η ζήση.
-τί Σκύλλα και τί Χάρυβδη!- η ζήση.
ΙΙI - ΧΩΡΗΣΙΣ
Ιδανικό ηλιοτρόπιο θα μένω
στού Ήλιου σου την άγρια φωτοπάλη
τής άρνησής σου γύρεψα απ' τα κάλλη
το δειλινό νάναι πλημμυρισμένο.
Στα μάτια η ελπίδα τη λύπη φυλάει
συνάμα προσευχή και φόβου αιθάλη,
είθε μπορετό ν' αγαπηθούνε πάλι
σ' έναν ξανά παλμό ερέβη-χάη!
Να γείρουν οι γυναίκες μες στα κρίνα
και να δαγκάσουμε πηλό απ' το πλάι
τής ξενιτιάς να σβήσει απ' την καρίνα
τ' ονόματος η λήθη που πονάει·
τής ενοχής να πέσει το δρεπάνι
μαγιάπριλο να πλέξουμε στεφάνι.